- σκαλαθύρω
- σκᾰλᾰθύρω [ῡ], ([etym.] σκάλλω)A dig, Hsch.: sens. obsc., Ar.Ec.611.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκαλαθύρω — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) σκάβω, σκαλίζω 2. συνευρίσκομαι ερωτικά με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκάλλω «σκαλίζω» + ἀθύρω «παίζω, διασκεδάζω». Το ρ. χρησιμοποιήθηκε κατ ευφημισμό με σημ. «συνευρίσκομαι ερωτικά»] … Dictionary of Greek
σκαλάθυρμα — το, ΝΑ [σκαλαθύρω] νεοελλ. μικρή επιστημονική πραγματεία ή πρόχειρο λογοτεχνικό έργο αρχ. σοφιστική λεπτολογία και, γενικά, παίγνιο, φλυαρία … Dictionary of Greek